«…Ήθελα να είμαι όσο το δυνατόν πιο δίκαιος για τον κόσμο των παιδικών μου χρόνων, δεν ήθελα να εκδικηθώ το αστικό κατεστημένο.» ΕΝΤΟΥΑΡ ΛΟΥΙ, ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΣΤΗ ΜΙΚΕΛΑ ΧΑΡΤΟΥΛΑΡΗ, ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ ΤΩΝ ΣΥΝΤΑΚΤΩΝ, 15.9.2019
Υπερνικώντας την αποστροφή που συνήθως με οδηγεί να αποφεύγω κείμενα με κραυγαλέους χειρονομιακούς τίτλους που ανήκουν σε σωματότυπους ξένους από τα γούστα μου, διάβασα τη συνέντευξη του Εντουάρ Λουί με τη Μικέλα Χαρτουλάρη στην πάντα ασυνάρτητα (και, δυστυχώς, πολλές φορές και ασύνταχτα) κραυγαλέα «Εφημερίδα των Συντακτών». (Παρένθεση: Φαίνεται πως έφτασε η Ώρα της Κρίσης μια και ο άνθρωπος των πολλών εφημερίδων που υπήρξα, καταπίνει βιαστικά σα ρετσινόλαδο τα 4-5 διαδικτυακά φαντάσματα δήθεν εφημεριδογραφίας που συναναστρέφεται κάθε πρωί και βράδυ αναγκαστικώς επειδή ζει σ’ αυτή τη χώρα που είναι σεισμογενής και σεισμοπαθής και με καθησυχάζει παράλογα να πληροφορούμαι σεισμοφοβική ούσα τις ανά την επικράτεια από εθιμοτυπική ευγένεια συχνές-πυκνές περιοδείες του Εγκέλαδου, λες και η εκ του σύνεγγυς παρακολούθηση θα μπορούσε να δράσει αποτροπαϊκά για το φαινόμενο.) Κάθε άλλο παρά μετάνιωσα. Αν αντί του «’Εγραφα για να κάνω την μπουρζουαζία να ντρέπεται» (που ο τιτλάς της εφημερίδας απλούστευσε χρονικά σε «γράφω»· ο παρατατικός χρόνος εμπεριέχοντας ένα στοιχείο αναπόλησης, που σχεδόν ακουμπάει υπόρρητα σε κάποια ίχνη απολογητικής νοσταλγίας, και μια αφηγηματικά διαλεκτική σχέση προς το παρόν, είναι χρόνος στοχαστικός, περίπλοκα λογοτεχνικός και κατά συνέπεια αντιδημοσιογραφικά αντιπιασάρικος), αν λοιπόν ο τίτλος και υπότιτλος της συνέντευξης ήταν «Έγραφα για να κάνω την μπουρζουαζία να ντρέπεται. ’Ηθελα να είμαι όσο το δυνατόν πιο δίκαιος για τον κόσμο των παιδικών μου χρόνων, δεν ήθελα να εκδικηθώ το αστικό κατεστημένο» (συμπεριελάμβανε δηλαδή το δεύτερο και απαραίτητο σκέλος του συλλογισμού που θυσιάστηκε στη δημοσιογραφική δημαγωγία), δεν θα απείχαμε και πολύ από την ουσία της ομολογίας ενός συγγραφέα που εκ πρώτης όψεως θα φαινόταν εξωφρενικό και κυνικό να τον επικαλούμαστε με αφορμή τον Εντουάρ Λουί. Του Βλαντίμιρ Ναμπόκοφ, ο οποίος στην έξοχα μεταφρασμένη στα ελληνικά από τον Γιώργο Βάρσο «Επιστροφή σε μια αυτοβιογραφία» (ο υπότιτλος) με τίτλο «Μίλησε, Μνήμη» (Παρένθεση—τι να κάνουμε, λατρεύω τις παρενθέσεις ή μάλλον, από τότε που τις πρωτοάνοιξα, με καταδιώκουν ανοιγοκλείνοντας πιο ασταμάτητα κι από φτερά πεταλούδας που επιταχύνει την πτήση για να ξεφύγει από διώκτη—: πρόκειται για τη βασιλίδα των μεταφράσεων, ή μάλλον την εκθαμβωτική πεταλούδα Μονάρχης των μεταφράσεων—μόνο με την υπερφυσική ακρίβεια των κληρονομικών υπερατλαντικών σχεδίων πτήσης αυτού του είδους εφήμερου λεπιδόπτερου μπορεί να συγκριθεί η μαγική δεξιοτεχνία του μεταφραστή Βάρσου να πραγματοποιεί τις πιο ονειρικές αβίαστες προσγειώσεις στην αδιάψευστα νεοελληνική γλωσσική και πολιτισμική ιθαγένεια του ναμποκόβειου λογοτεχνικού νοήματος μετά από τις πιο απόμακρα ιλιγγιώδεις συνειρμικές περιπλανήσεις.), σαραντάχρονος τουλάχιστον, και όχι εικοσιεφτάχρονος όπως ο Λουί, αυτοεξόριστος περιπλανώμενος εμιγκρές, έχοντας χάσει τη Ρωσία και σχεδόν το σύνολο της οικογενειακής περιουσίας του εκεί, στο Τρίτο Κεφάλαιο («Πορτρέτο του θείου μου») γράφει:
«Το ακόλουθο χωρίο δεν είναι για τον μέσο αναγνώστη αλλά για τον συγκεκριμένο εκείνον ηλίθιο ο οποίος, επειδή έχασε μια περιουσία σε κραχ, νομίζει ότι με καταλαβαίνει.
»Η παλαιά διαφορά μου (από το 1917) με τη σοβιετική δικτατορία δεν έχει την παραμικρή σχέση με οποιοδήποτε ζήτημα περιουσίας. Καταφρονώ τον εμιγκρέ που «μισεί τους Ρώσους» επειδή του «έφαγαν» τα λεφτά και τη γη του. Η νοσταλγία που έθρεψα όλα αυτά τα χρόνια είναι μια υπερτροφική αίσθηση χαμένης παιδικότητας, όχι η λύπηση χαμένων τραπεζογραμματίων.»
Πέρα όμως από την αξιοσημείωτη ακεραιότητα της λογοτεχνικής ηθικής του Λουί που κι αυτός, όπως ο Ναμπόκοφ, ασκεί γράφοντας ένα επιτακτικό καθήκον μνημονικής λογοτεχνικής δικαίωσης παρελθόντος χρόνου, υπάρχουν κι άλλα αξιανάγνωστα κι αξιοπρόσεκτα σημεία της συνέντευξης που τα αποσπώ εδώ (ολόκληρη η συνέντευξη εδώ, και εδώ ενδιαφέρον βίντεο από συνομιλία του Λουί με τη συγγραφέα και δημοσιογράφο Κέρι Χάντσον στο γνωστό λονδρέζικο εκδοτικό βιβλιοπωλείο The London Review Bookshop):
«…Οταν μετακόμισα στο Παρίσι για να σπουδάσω φιλοσοφία, ένιωθα τρομερή ντροπή για την καταγωγή μου. Με ρωτούσαν τι δουλειά κάνουν οι γονείς μου κι έλεγα ότι είναι δημοσιογράφοι και πανεπιστημιακοί. Ήταν αδύνατο να πω ότι ο πατέρας μου, μετά από το εργατικό ατύχημα που του τσάκισε την πλάτη, είχε αναγκαστεί να δουλεύει σκουπιδιάρης για να μη χάσει το κρατικό επίδομα αναπηρίας. Ήταν αδύνατο να πω ότι η μάνα μου φρόντιζε ηλικιωμένους, κι ότι ο πατέρας μου, ο κόσμος μας, δεν ήθελε να δουλεύουν οι γυναίκες…
»Κι έπειτα κάτι ταρακουνήθηκε μέσα μου κι άρχισα να ντρέπομαι για την ντροπή μου. Τότε ξεκίνησα να αφηγούμαι τα παιδικά μου χρόνια και η κοινωνική ντροπή μου σταδιακά διαλύθηκε. Έγραφα για να κάνω την μπουρζουαζία να ντρέπεται. Ήθελα να είμαι όσο το δυνατόν πιο δίκαιος για τον κόσμο των παιδικών μου χρόνων, δεν ήθελα να εκδικηθώ το αστικό κατεστημένο.
»Με το «Να τελειώνουμε με τον Εντύ Μπελγκέλ» ήθελα να φωνάξω: «Τι κάνετε εσείς ενάντια σε όλη αυτή τη φτώχεια;» «Τι κάνετε ενάντια στην κοινωνική βία; Δεν βλέπετε τα βάσανα των ταπεινών ανθρώπων;» «Δεν ντρέπεστε που ανέχεστε αυτήν την κατάσταση;» Έτσι διαμορφώθηκε το λογοτεχνικό μου στίγμα.
»Δεν κάνω «στρατευμένη» λογοτεχνία. Κάνω μια «λογοτεχνία της αντιπαράθεσης». Επιλέγω λογοτεχνικούς τρόπους και εργαλεία που εξαναγκάζουν τους μπουρζουάδες του χρήματος, της κουλτούρας, των πρωτοποριών -τους μπουρζουάδες όπου κι αν βρίσκονται- να με ακούσουν.
»…Παράλληλα έχει καλλιεργηθεί και το αρνητικό φαινόμενο των συγγραφέων που μιλούν μεν για ζητήματα σχετικά με τα λαϊκά στρώματα, αλλά με τρόπο που συσκοτίζει την πραγματικότητα. Το αφήγημά τους βασίζεται σε δύο εναλλακτικά ψεύδη: οι λαϊκοί άνθρωποι είναι είτε «απλοί, αυθεντικοί, άγριοι» είτε «διεφθαρμένοι άγριοι». Έτσι αναπτύσσεται μια συνενοχή των αντιθέτων, που τελικά καθιστά την πραγματικότητα αόρατη. Αυτή ακριβώς η «μη ορατότητα» ευθύνεται σε μεγάλο βαθμό για τη στροφή των λαϊκών τάξεων προς την Ακροδεξιά που τις κολακεύει.
»Οταν πήγαινα σχολείο, στις αρχές του 2000, όλη μου η οικογένεια, το χωριό μου που παλιά υποστήριζε το Κομμουνιστικό Κόμμα, ψήφιζε πλέον Λε Πεν. Ένιωθαν προδομένοι από την Αριστερά. Κι έπειτα ήρθαν τα μεταναστευτικά κύματα και η οικονομική ύφεση και αναπτύχθηκε επιπλέον το ιδεολογικό ρεύμα της «λευκής υπεροχής»…»
»…Το να είσαι διανοούμενος σημαίνει να αναγνωρίζεις πως υπάρχουν πράγματα που δεν τα γνωρίζεις.
» Ο συνδυασμός λογοτεχνίας – κοινωνιολογίας μου επιτρέπει να αποδώσω την πραγματικότητα με έναν τρόπο όσο γίνεται πιο αυθεντικό. Σκεφτείτε τους πίνακες με τα κοινωνιολογικά δεδομένα που συγκέντρωνε ο Μπουρντιέ. Μας βοηθούν να συνειδητοποιήσουμε μια αλήθεια που, όταν περνάμε μπροστά της στον δρόμο, δεν μπορούμε να τη συλλάβουμε σε όλες τις διαστάσεις της.
Στην εποχή του Ρουσό, του Μοντένιου αλλά και της Μποβουάρ τα όρια ήταν διάτρητα ανάμεσα στη θεωρία και στα λογοτεχνικά είδη και νομίζω ότι και σήμερα, όταν γράφουμε, πρέπει να αμφισβητούμε τα αυστηρά όρια εάν θέλουμε να πλησιάσουμε την αλήθεια. Με αυτόν τον τρόπο η λογοτεχνική κατασκευή μάς επιτρέπει να μιλήσουμε για πραγματικότητες γύρω μας που δεν μπορούμε να τις δούμε αυθόρμητα…»
»[Πιστεύω ακράδαντα πως υπάρχουν αντικειμενικές πραγματικότητες.] Και είμαι πολύ δύσπιστος με όσους επιμένουν ότι «όλα είναι σχετικά», ότι «η αντίληψη της πραγματικότητας είναι υποκειμενική», ότι υπάρχει «η πραγματικότητα του καθενός μας» που είναι ισοβαρής με την πραγματικότητα του άλλου […] γι’ αυτό πιστεύω πως η λογοτεχνία έχει έναν ρόλο να παίξει: μπορεί να προσπαθήσει να αποτυπώσει, να ανασυστήσει τις αντικειμενικές πραγματικότητες. Η λογοτεχνία μπορεί να εμποδίσει τους ανθρώπους να αποστρέψουν το βλέμμα τους από την αλήθεια.»
«…”Πραγματικότητα” (μία από τις λίγες λέξεις που δε σημαίνουν τίποτα αν αφαιρέσουμε τα εισαγωγικά» γράφει με ακράδαντη πεποίθηση ο Βλαντίμιρ Ναμπόκοφ στο «Υστερόγραφο» στη «Λολίτα». Και δεν μπορώ παρά να χειροκροτήσω: όταν το γράφει, έχει προ πολλού πάψει να είναι 21 ή 27 χρονών, είναι ώριμος συγγραφέας που η για πολλούς «παρασιτική» κοινωνική του προέλευση από τις τάξεις της ελίτ διανοουμένων ρώσων αριστοκρατών και μεγαλογαιοκτημόνων δεν εμπόδισε τη στιβαρή λογοτεχνία του να δημιουργήσει αμύθητο κοινωνικό πλούτο. Φαντάζομαι πως ώσπου να φτάσει ο Εντουάρ Λουί στα εβδομήντα του συσσωρεύοντας γνώσεις και εμπειρίες και σε ανάλογη εμβάθυνση και διαπλάτυνση της κοινωνικοπολιτικής και λογοτεχνικής του συνείδησης θα έχει αρκετές φορές αναπροσαρμόσει την αντίληψή του της πραγματικότητας, θα έχει για την ακρίβεια επινοήσει μερικές δεκάδες νέες πραγματικότητες, γιατί, ω Μνημοσύνη και όλες οι κατά καιρούς Μούσες της λογοτεχνίας, αλίμονο αν δεν έχει. Προσωπικά, μάλλον αποστρέφομαι τον εαυτό μου σε ηλικία 27 ετών και διατηρώ το δικαίωμα να επιθυμώ να μετριάζει αυτή η αντίδραση η βασισμένη—προσοχή!—σε αντικειμενικά (μαθηματικά, στατιστικά) στοιχεία την υποδοχή λογοτεχνικών ή όποιων κατορθωμάτων ανθίζουν πρώιμα σε τρυφερούς βλαστούς που η κανονική για τα ήθη της εποχής μας εμπορική υπερέκθεση και υπερεκμετάλλευση είναι δυνατόν να καταστήσει αβάσταχτο γι’ αυτούς το βάρος μιας ήδη ευαίσθητης ανθοφορίας. Από την άλλη δεν βλέπω γιατί και πώς η σχέση της λογοτεχνίας με την αλήθεια (στο βάθος κοινωνική και πολιτική—δεν βλέπω να υπάρχει και άλλη) μπορεί να αμφισβητηθεί όταν η αυτοβιογραφική αυθεντικότητα αφομοιώνεται ή μεταπλάθεται σε πιθανόν πολύ πιο πολυδιάστατα και γι’ αυτό πολύ πιο πανανθρώπινα από τα υπαρκτά πρότυπα λογοτεχνικά προσωπεία. Η λογοτεχνία είναι πολυδύναμη, η αυτοβιογραφική μαρτυρία όχι, αν δεν γίνει λογοτεχνία. Είναι άραγε υπεκφυγή από την ουσία του προβληματισμού η φοβερή υποψία πως ο αυτοβιογραφικός νατουραλισμός του Λουί (που σπούδασε σε εκλεκτή πανεπιστημιακή σχολή κοινωνικές επιστήμες) θα ήταν αδιανόητος, όχι χωρίς τη μεγάλη παράδοση του κοινωνικού ή, ειδικότερα, του νατουραλιστικού μυθιστορήματος του 19ου αιώνα, όχι χωρίς την ανάδειξη (και σε συγκεκριμένες περιπτώσεις και το βάφτισμα) της προφορικής μαρτυρίας σε παράγοντα παραγωγής ιστορίας και λογοτεχνίας στον 20ό, αλλά χωρίς το σφαγιασμό κάθε είδους μετριοπάθειας (δεν είμαι βέβαιη αν η «μετριοπάθεια» αποδίδει ικανοποιητικά στα ελληνικά τις εννοιακές αποχρώσεις, και βασικά πολιτικές αποχρώσεις, της γαλλικής λέξης “pudeur”) που τελείται καθημερινά στον βίαιο 21ο αιώνα στον εμπορικό βωμό του τηλεοπτικού και, ακόμα χειρότερα, του ιντερνετικού μπλογκικού-φεϊσμπουκικού ριάλιτι; Χωρίς τη βίαιη αντιμετάθεση ιδιωτικού και δημόσιου χώρου; Όσο τηρούνται τα λογοτεχνικά προσχήματα, εγώ τουλάχιστον πάω πάσο.