"Βιβλία και λόγια με φτερά"
Εγκώμιο της μελωδίας
04-06-2020

Κάποιος μου έβαλε στη γλώσσα αυτό το ποίημα. Δεν ξέρω ποιος. Μπορεί κάποτε να τον ανακαλύψω. Το ποίημα είναι αυτό:

 

Εγκώμιο της μελωδίας

 

Όταν μια μελωδία ξαφνικά

από τον ουρανό

Στο δρόμο προσγειωθεί

Για να περιδιαβάσει,

Βουβοί από θαυμασμό

Οι περαστικοί,

Δρόμο ανοίγουνε,

Και υποκλίνονται

Τιμητικά,

Για να περάσει.

 

Δεν είναι δώρο

Καθημερινό

Αυτό

Που έπεσε

Απ’ τον ουρανό.

 

Είναι πολύτιμη

Η μελωδία

Σαν τη βροχή

Που θρέφει και χαροποιεί

Τη γη,

Και ύστερα

Πεθαίνει·

Χωρίς ν’ αξιωθεί

παράσημα,

ούτε

Από αυτούς

Που ευεργετεί,

Ευχαριστώ

Να περιμένει.

 

Όπως και η βροχή,

Έτσι κι η μελωδία,

Όταν περάσει και χαθεί,

Στον εαυτό της

Επιστρέφει·

Στης μνήμης

Τον ωκεανό,

Αφού στοχαστικά

Σταθεί, για μια στιγμή,

Από την πλούσια

Ζωή της

Να τραφεί.

Και ύστερα

Αόρατη

Αγνώριστη

Μέσα στη μουσική πολυκοσμία

Ψηλόλιγνη συλφίδα ατμού

Κατά τον ουρανό

Και πάλι

Λικνιστικά

ανηφορίζει.

Να γίνει

Σύννεφο·

Που για άλλη μια φορά

με ευεργετική

Μελωδική

Βροχή

Τη γη ποτίζει·

Όπως απ’ τον πολύ παλιό καιρό

της Μνημοσύνης η κληρονομιά

Το ορίζει.

 

Η μελωδία

Η μελωδία για την οποία μιλάει αυτό το ποίημα δεν είναι σχέση και βηματισμός διαστημάτων ανάμεσα σε τονικά ύψη φθόγγων αλλά θησαυρισμένος πόρος μουσικής μνήμης και άλλον καθαρότερο τρόπο να την περιγράψω δεν έχω. Πάντως δεν είναι η ιδέα της μελωδίας. Μακριά από μένα τα ασώματα φιλοσοφικά. Ο εννιάχρονος Βιργίλιός μου δεν είχε καμιά απολύτως απορία για την κυρία του ποιήματος. Είχε μόνο μια άγνωστη λέξη αλλά δεν στάθηκε και πολύ σ’ αυτή. Την προσπέρασε και συνέχισε το δρόμο του προς το ποιητικό τέρμα. Που δεν είναι άλλο από αυτό που στα νεοελληνικά μόνο ο Σολωμός κάτεχε και μπόρεσε με την δημιουργική και την παραστατική δύναμη της φαντασίας του και το βασανισμένο μα άδολο γλωσσικό αίσθημα να συλλάβει και να μνημονεύσει σε ένα στίχο που δεν έπαψε ποτέ να πάλλεται από ζωή: «ανάκουστος κιλαϊδισμός και λιποθυμισμένος».

Δεν είμαι σολωμίστρια. Και για το νόημα του «ανάκουστος» διαφωνίες γόνιμες και άγονες ατελείωτες μπορεί να υπάρξουν και να κρατήσουν πέρα από όσο θα κρατήσει μια ανοιξιάτικη μπόρα σαν κι αυτή που χτυπάει τώρα που γράφω τα παράθυρα. Γύρω από τον βασικό άξονα «πρωτάκουστος», σχετλιαστικά ή θαυμαστικά, και «που δεν είναι δυνατόν να ακουστεί, μη ακουόμενος» στροβιλίζεται μια άπιαστη δέσμη νοηματικής διολίσθησης πάντα με αναφορά στην αίσθηση της ακοής, στον ήχο και στη διάδοσή του. Το «Ιστορικόν Λεξικόν της Νέας Ελληνικής, της τε κοινώς ομιλουμένης και των ιδιωμάτων» της Ακαδημίας Αθηνών καταγράφει τον πλούτο και δεν περιλαμβάνει στα παραθέματα τον ανάκουστο κιλαϊδισμό του Σολωμού. Πράγμα που ριψοκινδυνεύει (;) το «Μέγα Λεξικόν όλης της Ελληνικής Γλώσσης» του Δημητράκου εισβάλλοντας κατά τα ήθη του καιρού σε ιστορικοφιλολογικά και ιδεολογικά οικόπεδα: «ο δια το κάλλος της φωνής μοναδικός, θαυμαστός: Σολωμ. ανάκουστος κελαϊδισμός [sic] και λιγοθυμισμένος [sic]».

 

Η εσωτερική και εσώτερη φωνή

«Ρομαντικά παράδοξα: η απούσα μελωδία» είναι ο τίτλος υποκεφάλαιου του πρώτου κεφάλαιου (Μουσική και ήχος) του βασικού βιβλίου για το μουσικό ρομαντισμό (The Romantic generation: Schubert, Mendelssohn, Meyerbeer Schumann, Liszt, Bellini, Chopin, Berlioz. 1996) του σπουδαίου πιανίστα, συγγραφέα, μουσικολόγου, βαθιά και εγκυκλοπαιδικά πολυμαθή μουσικού Τσαρλς Ρόουζεν. Έχω συνέχεια στο μυαλό μου πως ο Διονύσιος Σολωμός (1798-1857) είναι σύγχρονος του Ρόμπερτ Σούμαν (1810-1856), και παραθέτω τον σαγηνευτικό λόγο του Ρόουζεν σε ένα βιβλίο που άπαξ και το πιάσεις δεν μπορείς να το αφήσεις: «Το απολύτως “ανάκουστο” [inaudible, μη δυνατόν να ακουστεί] απορρίπτεται από τη μουσική όσο διαρκεί η περίοδος του Βιεννέζικου Κλασικισμού όπου κάθε μουσική αράδα είναι δυνάμει ή κατά φαντασίαν ακουστή, αλλά κάνει δραματική επανεμφάνιση στη μουσική του Σούμαν. Το εντυπωσιακότερο ανάμεσα σε πολλά παραδείγματα είναι ένα από τα επεισόδια της “Χουμορέσκ” [Humoresk], του τελευταίου από τα σπουδαία έργα της πρώιμης συνθετικής περιόδου του Σούμαν: [ακολουθεί το μουσικό παράδειγμα]. Υπάρχουν τρία πεντάγραμμα: το πάνω πάνω για το δεξί χέρι, το κάτω κάτω για το αριστερό, το μεσαίο, που περιέχει τη μελωδία, δεν είναι δυνατόν και δεν παίζεται. Ας σημειωθεί πως τη μελωδία όπως δεν μπορούμε να την παίξουμε άλλο τόσο και δεν μπορούμε να τη φανταστούμε με συγκεκριμένο ήχο: τίποτα δεν μας λέει πως η μελωδία αυτή πρέπει να έχει τον ήχο της ανθρώπινης φωνής ή κάποιου μουσικού οργάνου. Αυτή η μελωδία ωστόσο είναι ενσωματωμένη στο πάνω και στο κάτω μέρος σαν είδος μετα-ήχησης ένας απόηχος εκτός φάσματος, λεπταίσθητος και σκιώδης. Αυτό που ακούμε είναι η ηχώ μιας μη-παιγμένης από κανένα όργανο μελωδίας, η μουσική συνοδεία ενός τραγουδιού. Το μεσαίο αυτό μέρος χαρακτηρίζεται από τον Σούμαν «innere Stimme» και είναι φωνή και εσωτερική και εσώτερη-ενδόμυχη, μια δισημία ηθελημένη από τον συνθέτη: όπως μια φωνή που είναι ανάμεσα σε σοπράνο και μπάσο, είναι και μια φωνή που δεν εξωτερικεύεται ποτέ. Είναι μέσα στο μυαλό, και υπάρχει μέσα από την ηχώ της. Σε κάποιο σημείο το παράδοξο εκτείνεται ακόμα πιο πέρα []». Στο σημείο αυτό ο Ρόουζεν επιδίδεται σε συλλογιστικό στρόβιλο: ο Σούμαν προβλέπει μια παύση για τη φωνή που δεν ακούγεται. Και εδώ έχουμε το ερώτημα πώς είναι δυνατόν να πάψει να ακούγεται μια φωνή που έτσι κι αλλιώς δεν ακούγεται. Αλλά αυτό ακριβώς είναι που με ενδιαφέρει. Ο Σολωμός μπόρεσε να ακούσει ένα πουλί που δεν ακούγεται και που έτσι κι αλλιώς δεν ακούγεται. Πλησιάζουμε στην ουσία του παράδοξου της μελωδίας που ταυτίζεται με το ποιητικό παράδοξο.

 

Συναισθησίες, πολυαισθησίες, κρυπτομνησίες

Δυο πάθη μου αρχίζουν από ντι και είναι η Ντίκινσον κι ο Ντεμπισί. Απέχουν μια γενιά. Όταν εκείνος γεννιόταν, αυτή είχε κιόλας ωριμάσει ποιητικά. Για να δίνει ποιήματα όπως το Ποίημα 321 (έκδοση Τζόνσον) ή 334 (έκδοση Φράνκλιν), «Of all the Sounds despatched abroad». Δεν έχω καταλήξει σε ικανοποιητική μετάφραση του πρώτου στίχου του ποιήματος (αμετάφραστου ως τώρα στα ελληνικά). Το ποίημα είναι μια εμπειρία καθαρά μουσική: η Ντίκινσον διέθετε ηχητική και οπτική φαντασία τουλάχιστον όση και ο Ντεμπισίμήπως και κάποτε πιο θεσπέσια. Αρχίζοντας από ανέμους, δέντρα, κλαδιά, πουλιά, κιλαϊδισμούς, πράγματα φυσικά, περνάει σαν αστραπή στα μεταφυσικά, την ποίηση, την ποιητική δωρεά, την ποιητική αθανασία, το θάνατο, τη χάρη, τα μετά τα φυσικά: κάπου στην ανεμόσκαλα αυτή, λέει «Εκείνη τη μουσική / μες στα κλαδιά / Εκείνο το τραγούδι που χωρίς λόγια ο άνεμος το τραγουδά». Και πιο κάτω: «Εκείνη η παράξενη γιορτή, / Όταν οι μπάντες των ανέμων / στήνουνε χορό/ Και τα πουλιά στοιχίζονται, ψηλά / Να τους προσφέρουνε ορχήστρα». Και για το εντελώς κινηματογραφικό φινάλε, μια ασύλληπτη εικόνα-ευχή: «Να ευλογηθεί με καλοκαιρινές φυλλωσιές, / ο Απόκληροςπου ποτέ του δεν άκουσε / εκείνο το αόρατο Τραγούδι— / να υψώνεται—επίσημο—ως του δέντρου την κορφή, / Σαν κάποιο καραβάνι / Ήχων / Φευγάτο από την Έρημο / στον Ουρανό / Να σκόρπισε, μετά να έσμιξε— / και χάθηκε—/ σε αχώριστη Πομπή—/». Η εικόνα του καραβανιού των ήχων έπαιζε μέσα μου τον ανάκουστο κιλαϊδισμό της—γιατί οι εικόνες κατ’ εξοχήν είναι αυτές που διαθέτουν μια ενδόμυχη μελωδική άλω και το ζήτημα είναι να παίζονται συχνά οι μαγνητοταινίες που κάποτε την αποτύπωσαν ώστε να ανανεώνεται η χάρη της μνήμης κόντρα στον καιρό και τη φθορά. Είναι δημιουργικός ο ερασιτεχνισμός γιατί δεν πάει με τη σειρά: οι δάσκαλοί μου στα αγγλικά φρόντισαν να προτείνουν την Ντίκινσον (1830-1886) πηδώντας τον Χένρι Γουότσγουορθ Λόνγκφελοου (1807-1882) μολονότι υπήρξαν σύγχρονοι. Έκαναν καλά. Το σύγχρονο αίσθημα μας περιορίζει κάποτε ασφυκτικά. Το παρελθόν επίσης. Και για να οπισθοχωρήσουμε ικανοποιητικά πρέπει κάπως να κινηθούμε και να προχωρήσουμε. Όταν με χρόνους με καιρούς ακούμπησα τον Λόνγκφελοου ποιητικά, πέφτοντας πάνω σε ποίημα με τίτλο «Η μέρα τέλειωσε», τόσο στρωτό αφηγηματικά, με ομοιοκαταληξία απλοϊκή, που εκλιπαρεί ανυπόκριτα απλή ποιητική παρηγοριά με ποιήματα απλά από χείλια αγαπημένα, προχωρώντας προς την τελευταία στροφή, άστραψε σαν αστραπή η τελευταία εικόνα: στο άκουσμα της αγαπημένης φωνής που διαβάζει μες στη νύχτα το αγαπημένο ποίημα οι έγνοιες σαν καραβάνι Αράβων κατασκηνωμένο κάπου στην έρημο της μέρας μαζεύουν και διπλώνοντας σιωπηλά τις τέντες τους, ξεγλιστρούν αθόρυβα και χάνονται μέσα σε μια νύχτα που γέμισε μουσική. Το δεξί μου χέρι στο πάνω, το αριστερό στο κάτω πεντάγραμμο, έπαιζαν τη μελωδία του Λόνγκφελοου, η innere Stimme, η εσώτερη-ενδόμυχη φωνή ήταν η ηχητική άλω της εικόνας της Ντίκινσον. Ένα ποιητικό καρδιογράφημα ακριβείας.

 

Η καραντίνα, όπως και ο Κλείτος Κύρου, αρχίζουν από κάπα

Η ψηφιακή πλημμύρα πολιτισμού λόγω καραντίνας και κορονοϊού έφερε στην οθόνη μου και την προσφορά της «Ψηφιακής Βιβλιοθήκης» του ΜΙΕΤ—αυτή τη φορά ένα μικρό αφιέρωμα στον Κλείτο Κύρου (1921-2006), με επτά ανέκδοτα νεανικά ποιήματα (1943-1945). Πριν διαβάσω καλά καλά τα λίγα εισαγωγικά του ΜΙΕΤ στο μικρό βιβλίο (είχε κυκλοφορήσει για τα δέκα χρόνια από το θάνατο του Κύρου το 2016 εκτός εμπορίου και μου διέφυγε) έψαξα και βρήκα στα ράφια μου μια επιλογή μεταφράσεών του με τον ωραίο τίτλο «Ξένες φωνές», που είχε κυκλοφορήσει από τον Κέδρο το 1979. Δώρο της Ανθής Μαρωνίτη. Στον πρόλογο πρόσεξα την τίμια ερώτηση του Κύρου: «Τι ήταν αυτό που με έστρεψε προς τη μετάφραση, σε βαθμό μάλιστα που να αδικήσω τα πρωτότυπα γραψίματά μου;» Και, κυρίως, ανάμεσα στα αίτια που απαριθμεί: «Η χαρά του να διαμορφώσεις ένα δικό σου τρόπο απόδοσης του ξένου κειμένου, ο αγώνας να μη χάσεις τη φωνή σου ανάμεσα σε τόσες ξένες φωνές». Είδα αφηρημένα πως δεν είχε μεταφρασμένο κανένα ποίημα του Λόνγκφελοου ή της Ντίκινσον. Ξαναγυρνώντας στο μικρό εκδοτικό προλόγισμα του ΜΙΕΤ, συνάντησα σαν πρώτη ποιητική σύσταση λίγους στίχους του Κύρου:

«Διάβασέ μου ένα ποίημα, πες μου κάποιο τραγούδι, έτσι απλό, μελωδικό, ν’απαλύνει τις έγνοιες και τις πίκρες να διώξει. […] Κι η βραδιά μουσική θα γιομίσει, κι οι έγνοιες της μέρας σαν τους Άραβες θα διπλώσουν τις τέντες: θα γλιστρήσουν και σιγά θα χαθούν.»

Ο Σούμαν είχε ακούσει μία και μόνο μία ανάκουστη φωνή, είχε φτάσει στο σημείο να ακούσει ακόμα και τη σιωπή της ανάκουστης φωνής εξαντλώντας τα όρια της ποιητικής και μουσικής φαντασίας μέσα σε ένα ποιητικό και μουσικό εργαστήρι με πραγματικά υλικά. Εδώ η πραγματικότητα ξεπερνούσε κάθε φαντασία. Τσουλώντας όσο πιο ψύχραιμα μπορούσα τον κέρσορα στο ασανσέρ του πιντιέφ, έφτασα στη σελίδα 10 και συνάντησα την «Πρόσκληση». Ένα από τα ποιήματα του Κλείτου Κύρου, γραμμένο, όπως μας πληροφορεί η σημείωση του επιμελητή το Μάη του 1943, υπογραμμένο από τον Κύρου, δημοσιευμένο με το ψευδώνυμο Αλέκος Φωκάς στο περ. «Φοιτητής», τεύχος 4 (Ιούνιος 1945). Στο σύντομο Επίμετρο, ο Γιώργος Κουμαρίδης το χαρακτηρίζει «αθησαύριστο, που δημοσιεύτηκε μόνο στο δυσεύρετο σήμερα περιοδικό “Φοιτητής” […]και πρόκειται για το δεύτερο δημοσιευμένο ποίημά του». Η «Πρόσκληση» έχει έξι στροφές που είναι μια καλή, με σιγουριά και γλωσσική άνεση για μεταφραστή 22 χρόνων, μετάφραση των έξι από τις συνολικά έντεκα στροφές του ποιήματος «Η μέρα τέλειωσε» (The Day is Done) του Λόνγκφελοου. Ο Κύρου παραλείπει τις τρεις πρώτες στροφές του Λόνγκφελοου και αρχίζει από την τέταρτη. Συνεχίζει κανονικά και παραλείπει ξανά την όγδοη και την ένατη.

Μερικά πράγματα είναι περισσότερο δικά μας από όσο νομίζουμε.