Τον Σεπτέμβριο πηγαίναμε για μπάνιο στην πίσω παραλία. Περπατούσαμε για ώρα. Αρκούσε μια πετσέτα περασμένη στον λαιμό κι ένα παγούρι από φελιζόλ, που κρατούσε ο πατέρας μου. Στην τσάντα της μαμάς κάτι αυτοσχέδια μπουκαλάκια μαυρίσματος, με λάδι φαγητού, ξύδι και ιώδιο. Για την πείνα υπήρχε καρπούζι, συνήθως ολόκληρο, που το χώναμε στα χαλίκια κοντά στο κύμα, για να μείνει δροσερό. Ούτε φουσκωτά είχαμε, ούτε ρακέτες. Μόνο λαχτάρα να χαθούμε σε ένα διαφορετικό γαλάζιο και να βουλιάξουμε σε μια απάτητη άμμο. Μόλις τελειώναν τα βράχια, κατεβαίναμε άτσαλα τον αμμόλοφο και όταν φτάναμε κάτω σωριαζόμασταν όλοι ανάσκελα, μέχρι να περάσει το καρδιοχτύπι. Είχαμε σκιά στις σπηλιές. Ούτε τις πετσέτες στρώναμε. Την πέφταμε στα ζεστά χαλίκια, με μαξιλάρι τα τριχωτά χέρια του μπαμπά.
Τώρα βλέπω τα βράχια απο μακριά. Νέοι εξερευνητές σκαρφαλώνουν. Μια πομπή. Ο πατέρας κουβαλάει το δικό του σταυρό, 4 μεταλλικές, σπαστές ξαπλώστρες, στην πλάτη. Φορητό ψυγείο. Σύνεργα ψαρέματος. Τα παιδιά φοράνε ογκώδη σωσίβια με μορφές ζώων. Θα μπορούσε άνετα να είναι νούμερο στο καρναβάλι του Μοσχάτου. Η μαμά κρατάει μια τσάντα, ή μια τσάντα κρατάει τη μαμά. Όλα είναι τεράστια. Το καπέλο της, τα γυαλιά της, τα νύχια της, οι σόλες από τα παπούτσια, η κοτσίδα από τα μαλλιά. Έχουν φτάσει στα μισά. Λογικά θα έχουν οπτική επαφή με την άλλη μεριά. Όμως δεν κοιτάζουν μπροστά. Κοιτάζουν κάτω. Μπροστά και πίσω και πάνω και κάτω και πέρα, κοιτάζει το drone τους. Αυτοί κοιτάζουν οθόνες. Κάνουν τσεκ ιν. Κάνουν ταγκ τα παιδιά τους. Δηλώνουν ευλογημένοι, στην τοποθεσία “βράχια”.
Ο πατέρας μου ακουμπάει τα πόδια του στην κοιλιά μου, ενώνουμε τα χέρια και με σηκώνει. Βλέπω την παραλία απο ψηλά. Το νερό, τα χαλίκια. Με κουνάει πέρα-δώθε. Πετάω. Κάνει με το στόμα του βζζζζζζζζζζ. Κλείνω τα μάτια. Αεροπλανάκι. Ανοίγω τα μάτια. To drone.