Σήμερα, έκτη του μηνός Ιουνίου, κλείνουν δεκαπέντε χρόνοι που άρχισα το blog. Ήταν στην Κέρκυρα, ετοιμάζαμε στο χωριό ένα θεατρικό με τους συγχωριανούς, και έγραφα ήδη επί οκτώ χρόνια, καθημερινά σε εφημερίδα. Ένα τέρας, ονόματι «Εσπανιόλα», έκλειναν ήδη δύο χρόνια που μου έτρωγε τα σκώτια. Το πάθος δεν μειώθηκε — έως να κλείσει το 2007, δούλευα άλλα τρία blogs, πυρετωδώς. Κι αν η καθημερινή γραφή ξέφυγε από την ημερολογιακή συνήθεια, ωστόσο στάθηκε αφορμή να μετατραπώ σε αναγνώστη άλλων blogs. Ήταν ένας πρωτόγνωρος εθισμός που μετατράπηκε σε σύνδρομο στέρησης. Και δεν αναφέρομαι στις παραγγελίες κειμένων, που δεν έλεγαν να σιωπήσουν.
Καπάκι σε αυτά, άρχισα να ζω με απόλυτη προτεραιότητα στο θαύμα της Γραφής και στην ανταλλακτική της δύναμη. Φανταστείτε λοιπόν, όταν κόλλησα φατσαμπουκίαση, τρία χρόνια αργότερα, πόσο ο διαθέσιμος χρόνος που διέθετα, στέγνωσε, ξεράθηκε και πετσικάρισε. Ακόμη κι όταν άφησα την Κέρκυρα υπέρ Θεσσαλονίκης, Αθηνών και πάλι Θεσσαλονίκης, με υγεία και αρρώστεια, με εργασία και ανεργία, ποτέ ο βίος δεν υπήρξε τόσο εμφανώς χαραγμένος ωσάν μονοπατάκι σε χαίνον βάραθρο. Περνώντας οι μέρες και εμβαπτισμένος στο φρικτό ρητό «μάθε γέρο γράμματα», ήταν αφάνταστα εχθρικό να έδυε ο ήλιος και να μη είχα προσφέρει στις Μοίρες ένα κείμενο. Αν δεν έγραφα, δεν υπήρχα.
Φυσικά, η συγγραφή απαιτούσε καύσιμα που ενίοτε δεν είχα. Τότε, έκαιγα κάνα μπλουζάκι, μασούσα ένα καπέλο, έκλαιγα ωσάν κροκόδειλος μακριά από τον βάλτο του. Διότι ο Μολώχ και οι θεότητες που παροδικώς τιμούσα, και παρά τις σποραδικές παρακλήσεις μου, δεν ήταν πολύ ομιλητικές, ακόμη και μεταξύ των.
Ξέθαψα πάλι, με το λέγε-λέγε, υλικό που χωράει σε μια σελίδα βιβλίου σχήματος ογδόου με στοιχεία οχταράκια ελζεβίρ, κι έχω πολλές ελπίδες να δώ τον ήλιο της 7ης Ιουνίου, να ανατέλλει. Λέω μάλιστα αξημέρωτα να βρεθώ στην βέργα της οδού Πολωνίας, ή Πρίγκηπος Νικολάου, ή Σβώλου, που ξεκινά από το Λανάρι στεφανωμένο με της αυγής το φως και σβήνει με φραγή την Καθολική εκκλησία διαπερνώντας την Ερμού κι ως το σκαλοπάτι της Φράγκων, ήτοι σε αφανή χάρτη που διδάσκει πως η πόλη, ακόμη και στην προφανή της χάραξη, χωνεύει περίφημα το μπαγιάτικό της αίμα.