Λάθος
24-06-2020

Βρέθηκα σήμερα στο Χαλάνδρι για μια επαγγελματική συνάντηση. Έφτασα νωρίτερα και πήρα έναν καφέ από τον «Γρηγόρη» που βρίσκεται στο κέντρο, εκεί, στη γωνία με την Κώστα Βάρναλη. Το κατάστημα διαθέτει και παρακμιακά τραπεζοκαθίσματα, ακριβώς πάνω στη στροφή, στο πεζοδρόμιο, όπου ο πελάτης μπορεί σε «τιμές πακέτου» να απολαύσει το ρόφημά του. Κάθισα λοιπόν στη σκιά να διαβάσω για να περάσει η ώρα. Απέναντί μου καθόταν ηλικιωμένος, άνω των εβδομήντα, μόνος, ο οποίος έπινε φραπέ και κόζαρε τους περαστικούς και δη τις περαστικές: μεσήλικες γυναίκες, νεότερες γυναίκες, έφηβες. Το μάτι του έπαιζε και, «γιατί εξάλλου να μην παίζει;» σκέφτηκα σιωπηρά. Αν δεν ήμουν περίεργος να χαζεύω και διάβαζα φιλότιμα κανείς δε θα είχε ασχοληθεί μαζί του. Βυθίστηκα στο βιβλίο μου, το «Αμερικάνικο Ειδύλλιο» του Φίλιπ Ροθ, που διαβάζω ξανά μετά από περίπου δεκαπέντε χρόνια. Ο ειρμός της ανάγνωσης διακόπηκε όμως όταν άκουσα τον ηλικιωμένο να ρωτάει «από γυναίκες πώς πας;». Η ερώτηση δεν απευθυνόταν σε μένα, και ούτε νόμιζα ότι απευθυνόταν σε μένα, αλλά δεν μπορούσα να αντισταθώ στη γνήσια οπισθοδρομική αυθεντικότητά της. Η ερώτηση απευθυνόταν σε δύο σαραντάρηδες που κάθονταν σε ένα τραπέζι απέναντί του. Μου φάνηκε τόσο πηγαία ως ερώτηση που δεν επέτρεψα στον εαυτό μου να επιστρέψει στο βιβλίο μου αλλά περίμενα τη στιχομυθία. Ο ένας από τους δύο σαραντάρηδες τον κοίταξε και του είπε «γαμάμε αρκετά», με συνωμοτικό χαμόγελο και αλβανική προφορά. Φορούσε πολύχρωμα αθλητικά παπούτσια, βερμούδα, πόλο μπλουζάκι με υπερμεγέθεις στάμπες, και ήταν ηλιοκαμένος όπως μόνο κάποιος που δουλεύει στην ύπαιθρο ή σε οικοδομικές εργασίες μπορεί να είναι. Ο ηλικιωμένος τού χαμογέλασε και μετά τον ρώτησε πότε θα πάει στο χωριό. Κατάλαβα ότι κάπως γνωρίζονταν. «Είναι νωρίς ακόμα. Έχω πολλές δουλειές να τελειώσω», του είπε και μετά αντάλλαξαν ακόμα μερικά πειράγματα μεταξύ τους για το ότι ο ένας ήταν χοντρός και ο άλλος άσχημος. Δεν έδωσα περαιτέρω σημασία εκείνη τη στιγμή. Επέστρεψα πάλι στο βιβλίο μου και δεν θα έγραφα αυτό το κείμενο αν δεν είχαν λάβει χώρα τρία φαινομενικά ασύνδετα μεταξύ τους γεγονότα.

Λίγα λεπτά αργότερα, εις εκ των δύο σαραντάρηδων πετάχτηκε σαν ελατήριο από την καρέκλα του, εφόρμησε έξω από τον μαντρωμένο με υποτυπώδη τζαμαρία χώρο των τραπεζοκαθισμάτων, και αφού σταμάτησε διερχόμενο αυτοκίνητο με το σώμα του και την προτεταμένη παλάμη του, έσκυψε και μάζεψε ένα εικοσάευρο που κειτόταν προκλητικά πάνω στην άσφαλτο. Με το λάφυρο ανά χείρας και ένα ικανά πλατύ χαμόγελο που αναδείκνυε τον ολόχρυσο γομφίο του, επέστρεψε στο τραπέζι του, αφού μοιράστηκε στιγμιάια τη χαρά του με ένα νεύμα επιδοκιμασίας που απευθυνόταν προς εμένα, και είπε στον φίλο του: «ένα καφέ σε κέρασα, ρε μαλάκα, και ο Θεός μου τον έφερε πίσω δεκαπλό». Το συμβάν αυτό αποτέλεσε νοητική γέφυρα επιστροφής στην ανάγνωσή μου, όχι, ομολογουμένως, χωρίς να σκεφτώ ότι η φιλαναγνωσία μού κόστισε πιθανώς 20 ευρώ.

Το δεύτερο γεγονός που συνετέλεσε στη συγγραφή του φλύαρου αυτού βιωματικού ήταν ο θάνατος του Αλέφαντου και οι φιλοσοφικές κορώνες του που κυκλοφόρησαν σοσιαλμιντιακά.

Τέλος, σε μια σπάνια στιγμή εκλεκτικής ταύτισης ανάγνωσης και πραγματικότητας, που θα μπορούσε να συνιστά το ισοδύναμο μιας παραλληλίας πλανητών που λαμβάνει χώρα κάθε δύο χιλιετίες, αφού έβαλα ένα βελάκι επισήμανσης στο ακόλουθο απόσπασμα, σας έγραψα το παρόν σημείωμα:

«Πολεμάς την επιπολαιότητά σου, τη ρηχότητά σου, έτσι ώστε να δοκιμάσεις να πλησιάσεις τους άλλους χωρίς απατηλές προσδοκίες, χωρίς υπερβολική προκατάληψη, ελπίδα ή υπεροψία, προσπαθώντας όσο μπορείς να μη μοιάζεις με τανκς, χωρίς κανόνια, πολυβόλα κι ατσάλινη θωράκιση 15 πόντους πάχος· τους πλησιάζεις χωρίς καθόλου να τους απειλείς, πατώντας στα δέκα σου δάχτυλα και όχι ξεριζώνοντας τη χλόη με τα ερπυστριοφόρα πέλματά σου, δέχεσαι μ’ ανοιχτό μυαλό ν’ αναμετρηθείς μαζί τους, σαν ίσος προς ίσο, σαν άντρας προς άντρα, όπως λέγαμε παλιά, και παρ’ όλ’ αυτά δεν αποφεύγεις να τους παρεξηγήσεις. Μπορεί εξάλλου το μυαλό σου να δουλεύει σαν τανκς. Τους παρεξηγείς πριν ακόμα τους συναντήσεις, ενώ περιμένεις να τους συναντήσεις· τους παρεξηγείς ενώ βρίσκεσαι μαζί τους· και μετά γυρίζεις σπίτι σου, μιλάς με κάποιον άλλο για την συνάντηση και τους παρεξηγείς ακόμα μια φορά. Και επειδή το ίδιο ισχύει εν γένει για τους άλλους μ’ εσένα, η όλη υπόθεση είναι μια τρομερή πλάνη που στερείται οποιασδήποτε αντίληψης, μια εκπληκτική φάρσα εσφαλμένης αντίληψης. Κι όμως, τι κάνουμε γι’ αυτή τη σημαντικότατη υπόθεση που λέγεται οι άλλοι άνθρωποι, η οποία χάνει τη σημασία που νομίζουμε ότι έχει και αποκτά σημασία καταγέλαστη; Τόσο ανίκανοι είμαστε όλοι να προβλέψουμε τις εσωτερικές διεργασίες και τους αόρατους σκοπούς ο ένας του άλλου; Θα σηκωθεί ο καθένας μας να φύγει, θα κλειδώσει την πόρτα του και θ’ απομονωθεί, όπως κάνουνε οι μοναχικοί συγγραφείς, σ’ ένα ηχομονωμένο κελί, για να καλεί γύρω του ανθρώπους από λέξεις και ύστερα να υποστηρίζει ότι αυτοί οι άνθρωποι από λέξεις είναι πιο κοντά στο γνήσιο απ’ ότι οι πραγματικοί άνθρωποι που τους κατακρεουργούμε καθημερινώς με την άγνοιά μας; Παραμένει γεγονός ότι το να καταλαβαίνεις τους ανθρώπους σωστά δεν είναι η ουσία της ζωής έτσι κι αλλιώς. Η ουσία της ζωής είναι να τους καταλαβαίνεις λάθος, να τους καταλαβαίνεις λάθος και πάλι λάθος και ξανά λάθος και μετά, αφού το ξανασκέφτεσαι προσεκτικά, να τους καταλαβαίνεις και πάλι λάθος. Έτσι ξέρουμε ότι είμαστε ζωντανοί: κάνοντας λάθος. Το καλύτερο θα ήταν ίσως να ξεχάσουμε το αν πέφτουμε μέσα ή έξω με τους ανθρώπους και να συμμετέχουμε από απλή περιέργεια. Αλλά έτσι και το πετύχεις αυτό – είσαι τυχερός».

 

― Philip Roth, Αμερικάνικο Ειδύλλιο. μτφρ. Τρισεύγενη Παπαϊωάννου, Πόλις.