Καζιμίρ Μαλέβιτς, Μαύρο Σουπρεματικό Τετράγωνο. Λάδι σε λινό καμβά, 79.5Χ79.5 εκ., 1915.
Λυτρωτικό τετράγωνο
11-06-2020

Α) Η ΣΙΩΠΗ

 

Τώρα θα πρέπει να σωπάσω

Όχι γιατί «δε μ’ ακούει η φωνή μου»

Ή

Γιατί «τώρα επιστρέφω στη σιωπή μου»

Όπως

Ήρωες της ποίησης

Και του πάλκου

Δημοσίως θέμα εγείρουν

Και το λαϊκό αίσθημα

Που και πολλά δε θέλει

Εξίσου και αδιακρίτως συνεγείρουν.

Τώρα

Πέντε ετών λογοδιάρροια

Πρέπει να σταματήσει

Και

Ο ταπεινός μου εαυτούλης

Άλλα να υπηρετήσει.

Κοινωνικές προτεραιότητες

Όπως

Να περισώσει μια παλιά φιλία

Που σκάλωσε στου χρόνου

Την απόκρημνη οροσειρά

Και κινδυνεύει

Στα τάρταρα να γκρεμιστεί

Να καταβαραθρωθεί

Από των καιρικών στοιχείων

Την ασυδοσία.

Να περισώσει

Μια Βιβλιοθήκη

Που κινδυνεύει

Από μια μετακόμιση

Και απ’ την κοινωνική συνθήκη

Που θέλει

Της κοινωνίας πρώτη αξία

Να είναι

Τα τετραγωνικά του χώρου

Και η ιδιοκτησία.

Της σκέψης μας το πολυχρονεμένο

Το ιστορισμένο

κουρασάνι

Να εξαργυρώνεται

Με του τσιμέντου το χαρμάνι.

Με τοίχους που δεν ενώνουν

Μα χωρίζουν

Και το ανθρώπινο ενδιαίτημα

Στο λήμμα «φυλακή» μετακομίζουν

Και αδίσταχτα καταχωρίζουν.

Όπου και ο αέρας

Απ’ των πουλιών περιουσία

Γίνεται φορολογητέα ύλη

Πιστωτική επιφάνεια, Ένφια

Και ταξική προφάνεια

Πηχτός νεκρός κι ανθυγιεινός

Εστία κερδοσκοπικών ιών παντοίων

Που δεν ορρωδούν

Ούτε και ενώπιον

Του άβατου

Συναισθηματικών

Κοιμητηρίων.

Σε σύμπνοια αγαστή

Και συνεργασία

Με την πάντοτε

Σε παρόμοιες περιπτώσεις

Επισπεύδουσα σε εκπλειστηριασμούς

Των ιδεών

Θρησκεία

Μα και την κοσμική

Την πορνική

Πολιτική εξουσία.

 

Β) ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΕΙΣ ΤΗΣ ΣΙΩΠΗΣ

 

Είναι του τίποτα η μορφή

Η σιωπή

Το μηδέν

Που κοιτάει

Τον εαυτό του

Στον καθρέφτη

Τίποτα βλέπει ή δε βλέπει—

Μα και πολύ

Του πέφτει—

Η μνήμη

Και η ζωή

Του κόσμου

Πριν υπάρξω

Του κόσμου

Το μετά

Από μένα

Σαν εξαιτίας μου

Εξοικονομήσει

Ένα βλέμμα.

Πρώτο κεφάλαιο

Έκθεσης ιδεών

Του Μηδενός

Πυκνογραμμένη με σφιχτή και μαύρη

Επισεσυρμένη

Συνοφρύωση τυφώνα

Πάνω στα χλομά χρυσάφια

Τα ξεβαμμένα χρώματα

Στου κόσμου

Την απαρηγόρητη αλλοτινή εικόνα

Την πεφιλημένη

Κι από παλιών ποιητών τη χάρη

Ευλογημένη.

Ταφή του λόγου

Σε ανασκαμμένα από νάρκη της φαντασίας

Αναχώματα

Πολεμικού πεδίου

Μαρμαρωμένη μαυρισμένη κολοβωμένη Κοιμωμένη

Ντυμένη στην πένθιμη υγρασία

στα καλά της μούσκλια, τα εκλεκτά της βρύα

Που ολομόναχη και τίποτα δεν περιμένει

Στον τόπο της καταστροφής

Του αποκλειστικού

Και Πρώτης Τάξεως Πένθους και Ταφής

Πολυτελούς Μαρμάρινου Νεκροταφείου

 

Εκεί που η παπαρούνα

Δε φτουράει να ξανανθίσει—

Η ιδέα της κατακόκκινης χαράς

Έχει οριστικά αποδημήσει—

Του ξανθού χαμομηλιού η μειλίχια χάρη

Τρομοκρατημένη

Πήρε των ομματιών της

Και ψάχνει άλλη

Παράλληλη Οικουμένη

Στων άπειρων κόσμων

Το παζάρι—

 

Ανθρακωρύχος

Ξεχασμένος

Σε παλιά στοά

Γκρέμιου χρυσωρυχείου

Σκαλίζει ακόμα από συνήθεια

Με πληγωμένα δάχτυλα

Να βρει χρυσάφι

Σαν αρουραίος φιλόπονος

Σωρεύει το σε μικρό σωρό

Μετά αφουγκράζεται

Με το αυτί στο χώμα

Γνωρίζει η λεπτότατη

Η ασκημένη ακοή της

Πως μόλις ανάκουστος ήχος

Ηχήσει

Θα’ ναι

Το σιωπηλό της θάνατο

Γι’ ανύπαρχτους μάρτυρες

Που θα επισφραγίσει.

 

Γ) ΛΥΤΡΩΤΙΚΟ ΤΕΤΡΑΓΩΝΟ

 

Ψηλά εκεί που γωνιάζουνε

Δυο τοίχοι

Υψώθηκε

Στο Πέτρογκραντ

Στα χίλια εννιακόσια δεκαπέντε

Μέσα σε μιας παγωμένης

Νύχτας του Δεκέμβρη

Την «ολόγιομη αταραξία»

Ενώ ο μικρός

Βλαδίμηρος Ναμπόκοφ

Φαντάζονταν παράμερα

Του Αλφάβητου τα γράμματα

Ως ατελείωτη χρωμάτων

φαντασμαγορία

Σαν ρώσικη ορθόδοξη εικόνα

Του Καζιμίρ Μαλέβιτς

Η νέα θρησκεία

Μια Μαύρη Φωταψία

Η μαύρη τετράγωνη Μαντόνα·

Προκάλεσε την τύχη

Η μαύρη μάσκα

Στο στόμα της Μορφής

Η άλαλη τριστανική

Οδύνη

Η ατελείωτη απομάκρυνση

Στα μαύρα φτερά

Μιας φαντασίας τυφλής

Σαν τη Δικαιοσύνη·

Που πίσω της οριστικά

Την ακανονιστία των Μορφών

Αφήνει.

Μαύρη αυστηρή θυσία

Στην αχόρταγη αφαίρεση

Και στην ακίνητη Θεά Γεωμετρία.

Αλληγορία σιωπής

Που καθώς ο χρόνος προχωράει

Ραγίζει και σιγοσβήνει

Μικρές ψιλές φλεβίτσες και ραγίσματα

Την αφαίρεση απ’ του πίνακα

Τη μαύρη επιφάνεια αδειάζουν

Ένα δίχτυ ευπάθειας

Μια χαρτογραφία ευσυγκινησίας

Αποτυπώνεται

Σαν σε διάφανης πορσελάνης

Ακίνητο κυματισμό

Καθρέφτισμα άγνωστης

Ταραχής

Που έφερε η λευκότητα

Ενός κύκνου

Στα άχρωμα νερά

Άγνωστης λίμνης

Κάτω απ’ το μαύρο

Ξεπροβάλλει το λευκό

Κονίαμα

«Μαύρο έλατο, άσπρη σημύδα»

Η εξοχή της Πετρούπολης

Από «τραχιά», «ευπροσήγορη»

Εγίνη.

 

Μετρώ τα χρόνια που μου μένουν

Και στην καρδιά

Του σιωπηλού

Μαύρου Τετραγώνου

Η παντοδυναμία

Της σιωπής

Άρχισε κιόλας

Να φθίνει.