Τον Γιώργο Ιωάννου τον γνώρισα από τους γονείς μου, που ήταν φίλοι του, όταν μετακομίσαμε στη Θεσσαλονίκη το 1968. Ήταν ένας πράος και γλυκύς άνθρωπος, που μιλούσε στα παιδιά δίχως την υπεροψία των μεγάλων. Ο αδελφός μου κι εγώ υπήρξαμε μαθητές του, όχι στο σχολείο όπου δίδασκε αλλά στο σπίτι, καθώς ο Ιωάννου επιστρατεύτηκε από τον πατέρα μας για να μας κάνει ιδιαίτερα μαθήματα Ελληνικών εν όψει εξετάσεων. Η αγάπη του για τη γλώσσα και την παράδοση ήταν μεταδοτική, και μέσα από την εκπαιδευτική πείρα και την υπομονή του μας έκανε να αγαπήσουμε ακόμη περισσότερο τη ελληνική λογοτεχνία.
Η σχέση του με τους γονείς μου χρονολογείται από ενωρίτερα, αφού η Λένα Σαββίδη τον είχα αναζητήσει για να δημοσιεύσει λογοτεχνικά κείμενά του στο περιοδικό «Ταχυδρόμος». Στις εκδόσεις αυτού του περιοδικού κυκλοφόρησαν το 1966 και δυο ανθολογίες που επιμελήθηκε ο Ιωάννου, «Τα δημοτικά μας τραγούδια», και «Μαγικά παραμύθια του Ελληνικού λαού». Η σχέση του με τους γονείς μου άνθισε στην περίοδο της Θεσσαλονίκης, τον θυμάμαι να έρχεται συχνά στο σπίτι, και να πηγαίνουμε όλοι μαζί εκδρομές στη Μακεδονία.
Θυμάμαι επίσης τον πατέρα μου να γυρνάει μια μέρα φουρκισμένος στο σπίτι, και σε ερώτηση της μητέρας μου να απαντάει ότι κάποιος (δεν θυμάμαι ποιος, μάλλον συνάδελφος στο Πανεπιστήμιο) τον είχε επικρίνει για τη στήριξη που έδινε ο Γ.Π. Σαββίδης «σε αυτόν τον πούστη, τον κίναιδο, τον Ιωάννου». Ήταν η πρώτη φορά που άκουγα αυτές τις λέξεις, οι οποίες σίγουρα δεν ταίριαζαν στον Γιώργο Ιωάννου που ήξερα. Ο Ιωάννου ήταν ομοφυλόφιλος, αλλά αυτό δεν έπαιζε κανένα ρόλο στο σπίτι μας, όπου δεν υπήρχαν διακρίσεις παρά μόνο κατά των σκατόψυχων.
Η σχέση του Γιώργου Ιωάννου με τους γονείς μου συνεχίστηκε και στη Θεσσαλονίκη και μετά την επιστροφή μας στην Αθήνα, καθώς και μετά την δική του κάθοδο στην πρωτεύουσα. Με τον Γ.Π. Σαββίδη συνεργάστηκε από το 1974 για τα σχολικά ανθολόγια λογοτεχνίας Δημοτικού και Γυμνασίου, ενώ στις εκδόσεις «Ερμής» που ίδρυσε η Λένα Σαββίδη (μαζί με τον Άλκη Αγγέλου) το 1969, επειδή για οικονομοτεχνικούς λόγους δεν μπορούσε να συνεχίσει τις εκδόσεις «Ταχυδρόμος», ο Ιωάννου έβγαλε τα βιβλία «Παραλογές» (1970), «Η σαρκοφάγος» (1971), «Καραγκιόζης» (3 τόμοι, 1973), «Παραμύθια του λαού μας» (1973), και «Τα χίλια δέντρα και άλλα ποιήματα 1954-1963» (1973), «Η μόνη κληρονομιά» (1974), «Το δικό μας αίμα» (1978). Μάλιστα ένα από τα βιβλία είχε στο εξώφυλλο μια φωτογραφία που είχα βγάλει εγώ και άρεσε του Γιώργου, που ήταν ένα ένας μίσχος αναρριχητικού φυτού πάνω σε έναν ροζ τοίχο. Του άρεσε το φυλλαράκι, νόμιζε πως ήταν κισσός, και ήθελε να το χρησιμοποιήσει ως σήμα του και σε άλλες εκδόσεις.
Άλλες εκδόσεις από αυτές δεν έκανε στον «Ερμή», άλλαξε εκδότη και σταμάτησε να έρχεται στο σπίτι. Άκουσα πως παρεξηγήθηκε με κάποιους κοινούς γνωστούς μας και στεναχωρέθηκε με τις εφημερίδες μας, και πως φοβήθηκε μήπως μάθει η μητέρα του για την ομοφυλοφιλία του, κι άλλαξε παρέες και συνήθειες. Όπως έφυγα για σπουδές στο εξωτερικό, δεν έτυχε να τον συναντήσω ξανά για να τον ρωτήσω αν είναι καλά. Στο τέλος του 1984 διάβασα μερικά διηγήματά του στους μαθητές μου στη Σχολή Μονίμων Υπαξιωματικών Ναυτικού στον Πόρο, εκπληρώνοντας με χαρά δική μου και των μαθητών μου ένα νοερό χρέος προς τον φίλο και δάσκαλό μου Γιώργο Ιωάννου, αλλά δεν πρόλαβα να του το πω: μετά από λίγο μπήκε στο νοσοκομείο και πέθανε στις 16 Φεβρουαρίου 1985.