Βλέποντας, όσο άντεχε το βλέμμα, την Πανεπιστημίου με τους παπουτσωμένους φοίνικες, κατάλαβα πως στην πραγματικότητα είχα μόλις προσσεληνωθεί στη Θάλασσα των Κρίσεων, μετά τον Βάλτο του Ύπνου, βορειοανατολικά της Θάλασσας της Γαλήνης, και βρισκόμουν αντιμέτωπη με μια φοβερή σεληνιακή αμμοθύελλα που γίνονταν ακόμα φοβερότερη από την άκρα του τάφου σιωπή που τη συνόδευε. Κινδύνευα να με πετάξει μέσα σε κάποιον από τους ανάβαθους μεν απειλητικούς δε μυστηριώδεις κίρκους-κρατήρες-τσίρκα απόντων μεγαθεαμάτων—μορφασμούς στείρας γεωλογικής οδύνης της σεληνιακής επιφάνειας («σελήνη ξηρά, χέρσος, άγονος, ακατοίκητος») στα σημεία όπου
είχε προσκρούσει βίαια, διαλυθεί και εξαφανιστεί η σκευοφόρος του συρμού της Ιστορίας. Αντηχούσαν μακρινά μεγάφωνα και ακολούθησα με δυσκολία την κατεύθυνση του ήχου. Βρέθηκα μπροστά σε ένα κολουμπάριο, αλλόκοτο περιστερεώνα-Τοίχο-Τεφροδόχο της Μνήμης που το ύψος του ανανεωνόταν διαρκώς ώσπου χανόταν σε αυτό που υπό άλλες συνθήκες θα ονόμαζα αυθόρμητα ουρανό, και τώρα, το ερεβώδες μαύρο και άμορφο συνεχές άγνωστης ύλης. Στον Τοίχο-κυψέλη με αρχειοθετημένες αλφαβητικά από πανταχού απόντα αρχειονόμο τεφροδόχες στα τετράγωνα χώρισματα σαν σε
προστατευτική γεωμετρική φωλεά ή σπιτάκι μεταλλικών τυπογραφικών στοιχείων, βρισκόταν κολλητά ο ταχύς αποτεφρωτήρας τελευταίας τεχνολογίας που λειτουργούσε σαν υποσημείωση στο περιεχόμενο της πένθιμης στρατιάς των ληκύθων. Οι λήκυθοι ήταν ένας κενός λατρευτικός συμβολισμός ονομάτων ενός πλήθους νεκρών αστερισμών διάσπαρτων με όλο και αραιότερους ζωντανούς: Πικιώνης Δημήτρης, Κονταράτος Σάββας, Κωνσταντινίδης Άρης, Παπαγεωργίου-Βενετάς Αλέξανδρος, Μπίρης Κώστας, Καρούζου Σέμνη, Καρούζος Χρήστος, Τσαρούχης Γιάννης, Παλαμάς-Σικελιανός- Σεφέρης, Μπο-Μποβί Σαμιέλ—ο κατάλογος μακρύς, όλα τα γνώριμα ονόματα που άλλοτε συμπλέοντας, άλλοτε κόντρα στο ρέμα οδηγούσαν, ποδηγετούσαν, ενθάρρυναν ή προέτρεπαν, από διαφορετική αφετηρία ο καθένας, προς την ιδέα της πόλης και της μορφής. Εντωμεταξύ ο ταχυκαυστήρας εξαΰλωνε αδιάκοπα και εντελώς αθόρυβα το στοχαστικό περιεχόμενο ιδεών που απλώνονταν σε χιλιάδες μέτρα σελίδων και είχαν παραχθεί από εκείνους για να συνθέσουν έναν λίγο πολύ ικανοποιητικό απολογισμό του να ζει κανείς στον τόπο και το χρόνο που του έλαχε έστω και για να τον βασανίζουν τα ίδια πάντα αναπάντητα ερωτήματα. Από τις ιδέες αυτές δεν είχε απομείνει ούτε ξέφτι. Επιτακτική ανάγκη αναπροσανατολισμού με προσήλωσε στο μακρινό αντίλαλο, τη μόνη ένδειξη κάποιας ζωής. Και άκουσα πρώτα τον Γουίσταν Χιού Οντεν, κακόκεφο και γκρινιάρη, με τη δυσφορία σοφού παιδιού που βλέπει το φεγγάρι του να κινδυνεύει απ’ την ανθρώπινη κακία και βλακεία, να μεταμορφώνεται αυτός, ο υπέρμαχος της επιστήμης και της τεχνολογίας, ο άνθρωπος και ποιητής του καιρού του, σε έκτακτο ποιητικό λουδίτη στο ποίημα «Προσσελήνωση» με αφορμή τους πρώτους ανθρώπους στο φεγγάρι, την αποστολή του «Απόλλων 11» τον Ιούλιο του 1969:
«Δώστε μου ένα περιβόλι ζωντανό,
χορτάτο από νερό, μακριά απ’ τις μπούρδες περί Καινοτομίας,
περί φον Μπράουν και της ιδίας φάρας,
όπου τα πρωινά του Αυγούστου τα θαύματα τα αυγινά να κάθομαι και να μετρώ
όπου ο θάνατος έχει ένα νόημα,
και καμιά μηχανή δε μου αλλάζει τον ορίζοντα.
…Άσπιλο, δόξα σοι ο θεός, στους ουρανούς ακόμα βασιλεύει το Φεγγάρι μου
πότε ολόγιομο πότε λειψό …
…θα συνεχίζουνε οι απαράτσικ
να τη σκατώνουνε την Ιστορία:
ας κάνουμε μια προσευχή, καλλιτέχνες,
μάγειροι και άγιοι να συνεχίσουν να υπάρχουν ίνα την καθιστούν φαιδρή».
Tο σπάραγμα του ποιήματος—ο Όντεν το ‘γραψε στα εξηνταδυό του, απελπισμένος, μόνος στη Νέα Υόρκη, «ένας Νεοϋορκέζος που ανοίγει τους «Τάιμς» πρώτα στη σελίδα των νεκρολογιών»—δεν μου πρόσφερε καμιά παρηγοριά. Η πραγματικότητα ξεπερνάει τη φαντασία και καθώς κλείνω πίσω μου την πόρτα της φαντασίας ξαναπέφτω στις παπουτσωμένες φοινικιές της Πανεπιστημίου. Τον εξευτελισμό ενός δέντρου—αντάξιου του μαρμάρινου κίονα με τις κάθετες ραβδώσεις γιατί διαθέτει «παρόμοια κρυστάλλινη εξαΰλωση», το περιγράφει η Σέμνη Καρούζου. Τον εξευτελισμό ενός δέντρου που από οργανικό αρχιτεκτονικό συμπλήρωμα και ιστορικός συμπαραστάτης μνημειακότητας δημόσιας ή ιδιωτικής κλίμακας, πόρος ανεξάντλητης φυσικής ζωής, αποθετήριο αιωνιότητας και τραγουδισμένο με ένα από τα ωραιότερα ποιήματα της ελληνικής γλώσσας, ενός δέντρου των δέντρων, που αναγκάζεται πέρα από κάθε αναλογία χωροταξική και προοπτική και δικαίωση μεγέθους να πεταλωθεί με γελοίες γλάστρες και να παραταχτεί παράλογα—άεργη φρουρά—μπροστά σ’ ένα ξενοδοχείο μετατρέποντας το δημόσιο χώρο ενός δρόμου σε ιδιωτική πίσω αυλή. Ενός δέντρου που, ως για να επιβεβαιωθεί το μεστό αισθητικού νοήματος συμπέρασμα, και πάλι της σπουδαίας Σέμνης, «από ιδέα κατάντησε πρόσοψη».
(*) «Το τέλος της φοινικιάς» είναι ο τίτλος του αξιοθαύμαστου κειμένου ομιλίας της Σέμνης Καρούζου, σε δυο διαφορετικές περιστάσεις, το 1936 και το 1937. Αναδημοσιεύτηκε στη «Νέα Εστία», Τόμος 33ος, τχ. 380, 1.4.1943.