A dog starv’d at his master’s gate
Predicts the ruin of the State.
William Blake
Κάθε φορά που πήγαινα για κατούρημα τον έβρισκα όρθιο στην τουαλέτα. Τον εξέταζα με την άκρη του ματιού μου. Το μαυριδερό πρόσωπο, το άσπρο των δικών του ματιών, το μικροκαμωμένο σώμα. Σώμα αδικημένο από τη φύση ή το ανάθρεμμα – που δεν ανδρώθηκε για σκληρότερη δουλειά.
Έπλενα τα χέρια μου και στεκόταν παραδίπλα, με πλάτη γυρισμένη στον καθρέφτη. Ζύγιζε την κάθε μου κίνηση. Όταν τελείωνα, σήκωνε καλάθι να προσφέρει πετσετάκι να σκουπιστώ και μου ‘δειχνε που να το αφήσω.
Δεν τολμούσα να τον κοιτάξω κατάματα. Αν τολμούσα θα του έλεγα ότι δεν ήμουν τόσο καλομαθημένος, ότι βολευόμουν με χαρτί ή στεγνωτήρα, ότι η πρακτική με τα πετσετάκια ήταν σπατάλη νερού. Ή, ακόμα, ότι δεν χάθηκε ο κόσμος, ας έμενε για λίγο στο δάπεδο η σταγόνα από τον προηγούμενο, δεν ήταν αναγκαίο να τρέξει πριν με τη σφουγγαρίστρα.
Θα του έλεγα ότι πίστεψα σε κόσμο δίχως σύνορα όπου ο καθένας θα μπορούσε να ταξιδέψει παντού, να δοκιμάσει ζωή όπως ήθελε.
Γι’ αυτόν – προφανώς – τα πράγματα δεν ήταν ακριβώς όπως τα είχα πιστέψει.
Αν τολμούσα, ίσως απαντούσε ότι δεν πειράζει, ίσως κάποτε παιδιά του, αυτός είχε να σκεφτεί οικογένεια πίσω, αδέλφια. He’d better not mess with Major Tom… Εντάξει, όλα καλά, Sir.
Δεν μιλήσαμε ποτέ, πρωτόκολλο η συμπεριφορά του κι εγώ είχα λίγες μέρες εκεί στον ήλιο και τις νύχτες the planet was glowing. Έξω με περίμεναν, οι γυναίκες στην παρέα όμορφες, φορούσαν ξώπλατο. Και όταν έτυχε αυτές να περάσουν δίπλα του, το γιασεμί στο άρωμά τους ίσως τον κράτησε ξύπνιο στο πηχτό αέρα του δωματίου που κοιμόταν με άλλους τέσσερις. Και σαν βυθίστηκε σε ύπνο, αυτές τον ακολούθησαν, τις πήρε μαζί του για να σμίξει με τ’ αδέλφια του στην πατρίδα, με τρόπο που μόνο στον ύπνο οι άνθρωποι σμίγουν.
Όμορφος ύπνος, βαθύς. Άνοιξη του 2008, Ντουμπάι, κι ο πλανήτης γλιστρούσε προς το μέλλον.
ΥΓ Από τα αθλιότερα μέρη που έχω επισκεφτεί. Τα malls μύριζαν λάτε, τσίκνα από burger, barbecue sauce και αντισηπτικό τουαλέτας, όπως τα εμπορικά κέντρα στο Las Vegas. Η διαφορά στις γυναίκες με τους φερετζέδες. Και στο γεγονός ότι το Las Vegas αγκάλιασε από την αρχή το kitsch με ειλικρίνεια, ενώ το Ντουμπάι το δικό του kitsch – συχνά αραβομπαρόκ, λες σετ του I dream of Jennie – το πούλησε απ’ την αρχή ως φινέτσα και class. Πολλοί, αυτοί με προδιάθεση, τσίμπησαν – αναμενόμενο. Μπουλούκια τουριστών, αμέτρητοι οι Έλληνες, να καταβροχθίζουν παρισινά και μιλανέζικα, μηρυκασμένα, περασμένα από μεσανατολίτικο επίχρυσο οισοφάγο. Major Tom’s a junkie.
“We are beyond Paris, we are beyond New York!”, μου είπες ντόπιος. “Yeah, definitely… no doubt!”, συμφώνησα. Χαμογέλασε και με κοίταξε. Ήταν όμορφος με μάτι βαθύ γαλανό. Φορούσε κατάλευκη μακριά πουκαμίσα, καρό καφίγια και παντόφλα – σανδάλι.
Σ’ ένα κοσμοπολίτικο κλαμπ, παρέα γυναικών, ανάμεσα σε αυτές τρανς γυναίκες, υπό την επίβλεψη νταβατζή. Αλλού, ένας Πακιστανός μ’ εμπιστεύτηκε και ξέρασε χολή για τους Εμιρατιανούς, είπε για διακρίσεις, για απλήρωτα μεροκάματα, για διαβατήρια που κρατούσαν οι εργοδότες. Είπε ακόμα ότι με το τσουνάμι του 2004 πνίγηκαν πολλοί μετανάστες και οι αρχές το έκρυψαν – κάτι που βέβαια δεν πίστεψα.
Στα βόρεια των Εμιράτων σε βραχώδη έρημο κοντά στα σύνορα με το Ομάν, παρέες – ντόπιοι, νοτιοασιάτες και δυτικοί – κολυμπούσαν στα λιμνάζοντα νερά κοίτης ξεροπόταμου.