Κι ενώ τα πρώτα παιχνίδια της φάσης των 16 του φετινού Champions League κινούνταν λίγο – πολύ σε προβλεπέ μονοπάτια, ήρθαν την προηγούμενη εβδομάδα στις ρεβάνς δυο ανατροπές που δεν περίμενε απολύτως κανένας, τα διπλά πρόκρισης του Άγιαξ εναντίον της Ρεάλ και της Γιουνάιτεντ εναντίον της Παρί, με τεσσάρα και τριάρα αντίστοιχα, όπου στην μεν Μαδρίτη η απόλυτη κυρίαρχος της προηγούμενης τριετίας εκθρονίστηκε με εκκωφαντικό γδούπο από μια φανέλα που ήταν βαριά πάρα – πάρα πολύ παλιά και τώρα είναι όλο νιάτα και θελκτικότητα, στο δε Παρίσι οι νεόπλουτοι, που με τα χρόνια να περνούν και τίποτα να μην κερδίζουν κοντεύουν να είναι παλαιόπλουτοι πια, αποκλείστηκαν από μια φανέλα που είχε πολύ ελαφρύνει, για να βαρύνει ξανά μέσα σε ένα ενενηντάλεπτο, εν μέρει όχι εξαιτίας όσων έκανε η ίδια, αλλά για να βγει το ισοζύγιο απ’ την αβάσταχτη ελαφρότητα της αντίπαλης φανέλας.
Η τωρινή Γιουνάιτεντ προσπαθεί ακόμα να συνέλθει από την εποχή Μουρίνιο. Προσπαθεί να ξαναθυμηθεί ότι είναι η ομάδα για την οποία κλαίνε σχεδόν από συγκίνηση οι πενηντάρηδες παλαίμαχοι των χρόνων της δόξας της κι όχι η ομάδα της εγωπαθούς μίρλας και του νον στοπ χτικιού του Μουρίνιο των τελευταίων ετών. Δεν πέρασε η Γιουνάιτεντ την Παρί, η Παρί είπε στην Γιουνάιντεντ περάστε, με δυο γκολ το ένα μεγαλύτερη προσφορά από το άλλο, κι ένα τρίτο πέναλτι, που κι αυτό προσφορά ήταν, λίγο του αμυντικού, λίγο των διαιτητών, περισσότερο της κακιάς της ώρας, του ζαβού του ριζικού της, του Θεού που την μισεί κι έτσι σαν το σκουλήκι κάθε φτέρνα όπου την εύρει την πατεί. Με αυτά και με εκείνα, εμένα η Παρί μου είναι πλέον συμπαθής. Δεν είναι ότι την κρίσιμη ώρα κλατάρει. Είναι αυτός ο απίστευτος συνδυασμός, όπου την κρίσιμη ώρα πρώτα βγάζει μάτια και μετά βγάζει τα μάτια της μόνη της κλατάροντας. Οι αποκλεισμοί της, ο ένας μετά τον άλλο, είναι εντυπωσιακοί, δραματικοί, ιστορικοί, αλησμόνητοι, λειτουργώντας ως ένα είδους κάθαρση για όλα αυτά τα ατέλειωτα λεφτά της. Καθαρή πια την επόμενη σεζόν, αν αντέξει, δικαιούται να κερδίσει κάτι, δικαιούται να κερδίσει τουλάχιστον τον σεβασμό μιας υπέρβασης, δικαιούται να κερδίσει τουλάχιστον μια λύτρωση για όλα τα φαντάσματα που παράγει.
Χθες μια ακόμη τεράστια ανατροπή, με τη βραδιά Κριστιάνο στο Τορίνο, και μια εφτάρα απ’ τη Σίτι στο Μάντσεστερ, σε αυτή την Μπαρτσελόνα Vol. 2 εκδοχή ποδοσφαίρου του Γκουαρντιόλα. Κι απόψε λογικά η oρίτζιναλ Μπαρσελόνα θα περάσει τη Λιόν, ενώ στο Μόναχο θα φανεί αν η Μπάγερν θα μπορέσει να περάσει τη Λίβερπουλ, ή αν, αντίθετα, η Λίβερπουλ θα γίνει η τέταρτη αγγλική ομάδα στις οκτώ και ταυτόχρονα η τρίτη που θα επικρατήσει στις τρεις αγγλογερμανικές κόντρες, μετά την Σίτι επί της Σάλκε και την Τότεναμ επί της Ντόρντμουντ.
Μου έχει μείνει από παλιά μια φράση του Καρλ Λιούις, που έλεγε ότι όταν κατεβαίνεις να αγωνιστείς πρέπει να φοβάσαι, πρέπει ο φόβος να κατοικεί στο βλέμμα σου, πρέπει να βγαίνεις στο στίβο όχι λέγοντας ότι θα κερδίσω γιατί είμαι ο καλύτερος, αλλά ότι σήμερα κινδυνεύω να χάσω και πρέπει πάση θυσία να ξεπεράσω τον εαυτό μου, μήπως και καταφέρω να μη χάσω. Ίσως ο Κριστιάνο να είναι της ακριβώς αντίθετης σχολής σκέψης. Μοιάζει να είναι ένας ποδοσφαιριστής που δεν αμφισβήτησε ποτέ τον εαυτό του. Δεν είναι καν θέμα πνευματικής προετοιμασίας. Είναι σαν να συνομιλεί με φωνές από το υπερπέραν που τον διαβεβαιώνουν ότι στα μεγάλα παιχνίδια θα είναι ξανά εκεί, την κατάλληλη στιγμή στην κατάλληλη θέση, για να κάνει αυτός, για μία ακόμη φορά, τη διαφορά. Όσο κι αν γειτνιάζει με την αλαζονεία, η αυτοπεποίθησή του στηρίζεται εν τέλει σε μια αυτογνωσία. Δεν μιλά μόνο, δεν κομπάζει μόνο, παραδίδει κιόλας. Μας αρέσει – δεν μας αρέσει, τα γεγονότα μιλούν μόνα τους.
Δεν είναι μόνο η παρουσία του, είναι και η απουσία του. Όχι, πραγματικά δυσκολεύεται κανείς να φανταστεί την Ρεάλ να καταρρέει έτσι, μόνο και μόνο από κορεσμό ή μόνο και μόνο επειδή έφυγε ο Ζιντάν. Στα υπερμεγέθη εγώ των δύο Πορτογάλων του καιρού μας, είναι αυτός που θεωρητικά τα χρόνια θα έπρεπε να τον κάνουν καλύτερο, ο προπονητής, εκείνος που έγινε αφόρητος, κι είναι αυτός που βιολογικά τα χρόνια θα έπρεπε να τον κάνουν να φθίνει, ο ποδοσφαιριστής, εκείνος που συνεχίζει να κάνει πράγματα και θάματα.
Ο Κριστιάνο ξεκίνησε αρτίστας για να καταλήξει βιονικός. Υπό μια έννοια είναι ο πιο NBA ποδοσφαιριστής της εποχής μας. Όπως και να έχει, αρχίζει και διαγράφεται ένας κίνδυνος που θα ήταν αδιανόητος πριν λίγα χρόνια: να καταγραφεί στην ιστορία πιο ψηλά από τον Μέσι. Κανείς δεν το θέλει στ΄αλήθεια αυτό. Κάτι πρέπει να αλλάξει προς την μια κατεύθυνση ή έστω να μη συνεχίσει να αλλάζει προς την άλλη.
Ποιος φέτος που δεν έχει πια Ρεάλ; Κριστιάνο; Μέσι; Γκουαρντιόλα; Κάποιος άλλος; Δυο ματς απόψε, οκτώ στους προημιτελικούς, τέσσερα στους ημιτελικούς, τελικός. Δεκαπέντε ακόμα φετινές παραστάσεις για ένα από τα πιο επιτυχημένα προϊόντα της βιομηχανίας του αθλητικού θεάματος. Πες ό,τι θες για τον καπιταλισμό αλλά επί των ημερών του είδαμε μπαλάρα. Αν ποτέ γίνει η επανάσταση, θα πρέπει να βρούμε τον τρόπο να συνεχίσουμε να βλέπουμε ποδόσφαιρο τέτοιου επιπέδου.