Όχι· δεν είμαστε ταγμένοι για να πούμε
πού είναι το δίκιο. Tο δικό μας χρέος
είναι να βρούμε το μικρότερο κακό.
― Γιώργος Σεφέρης, «Ο Δαίμων της Πορνείας»
Η κόντρα των πολιτικών αρχηγών στη Βουλή ήταν αναμενόμενη ― και καλοδεχούμενη από τα κανάλια, που βρήκαν δωρεάν περιεχόμενο για να γεμίσουν το πρόγραμμά τους, και από τους πολίτες, που νοσταλγούν τα κλειστά καφενεία και τις καφετέριες. Αντί γι’ αυτά, ξεδίνουν τώρα στα σάιτ γενικώς, και στα καταχρηστικώς λεγόμενα Μέσα Κοινωνικής Δικτύωσης ειδικώς. Το λοκντάουν επιβάλει κάθε είδους οθόνη στην καθημερινότητα, και το διαδίκτυο δίνει την ψευδαίσθηση της επικοινωνίας.
Ο αντιπολιτευόμενος ΣΥΡΙΖΑ έχει επικεντρώσει τις προσπάθειές του στο διαδίκτυο και τα ΜΚΔ, καθώς δεν κατάφερε να αποκτήσει αξιόπιστα Μέσα Μαζικής Επικοινωνίας. (Κύριος οίδε πόσο το θέλησε και πόσο το προσπάθησε. Το γιατί δεν τα κατάφερε, θα πρέπει κάποτε να τον απασχολήσει σοβαρά.) Στο διαδίκτυο οι κανόνες είναι διαφορετικοί, οι αμοιβές χαμηλές και και οι προσδοκίες χαμηλότερες. Το πολυάριθμο κοινό χειραγωγείται εύκολα, οπότε λίγοι ικανοί χρήστες μπορούν να κάνουν πολύ θόρυβο.
Δεν είναι μόνο τα εντεταλμένα στελέχη, οι ιντερνετικές περσόνες, οι πολιτικοί ινφλουένσερ και τα τρολ, είναι και τα πολυάριθμα σάιτ γνώμης ή ενημέρωσης που πρόσκεινται εμφανώς ή αφανώς στον ΣΥΡΙΖΑ, και υπηρετούν την κομματική γραμμή. Αυτή είναι μια τακτική που απέδωσε παλαιότερα, όταν ο ΣΥΡΙΖΑ ήταν και πάλι αντιπολίτευση, και τον βοήθησε να γίνει κυβέρνηση. Η ουσιαστική διαφορά είναι ότι πριν το 2015 η επικοινωνιακή στρατηγική ήταν δημιούργημα των Τσίπρα, Παππά και Βερναρδάκη, ενώ τώρα έχει προστεθεί και ο Θανάσης Καρτερός ― με ό,τι αυτό συνεπάγεται.
Με την υπόθεση Λιγνάδη ο Σύριζα διάλεξε το πεδίο της αντιπαράθεσης αλλά όχι τους όρους, και πιθανότατα να το πληρώσει. Ο Αλέξης Κούγιας, που ανέλαβε την υπεράσπιση του κατηγορούμενου, δεν έχει κάτι να φοβηθεί σε αυτήν την αντιπαράθεση, καθώς δεν διεκδικεί κανένα ηθικό πλεονέκτημα. Έμπειρος παίκτης, δίνει δύο παραστάσεις ταυτόχρονα: η μία είναι στο νομικό πεδίο, όπου ξέρει καλά τους κανόνες του παιχνιδιού και παίζει μόνος του. (Είναι μάλλον σαφές ότι δεν πρόκειται να αθωώσει τον πελάτη του, αλλά θα πετύχει την ευνοϊκότερη δυνατή απόφαση με νομικά επιχειρήματα.) Η άλλη είναι στο πεδίο του εντυπωσιασμού της κοινής γνώμης με κάθε μέσον, στο βαθμό που αυτός του είναι χρήσιμος και για τον πελάτη του και για τον ίδιον.
Η προβολή της υπόθεσης Λιγνάδη ως κυρίαρχου θέματος στο δημόσιο διάλογο, μέσα από τις δημοσιεύσεις εντύπων και σάιτ και των σόσιαλ, και η πολιτικοποίησή του από πλευράς Σύριζα προκειμένου να πλήξει δια της τεθλασμένης τον πρωθυπουργό, δείχνει μάλλον ανικανότητα, αναποτελεσματικότητα και έλλειψη επιχειρημάτων. Η δημιουργία του τοξικού κλίματος και η δημόσια αντιπαράθεση, εκτός από αποπροσανατολιστική και εν τέλει βλαβερή για το κίνημα #me_too, είναι και παραπλανητική. Διότι η αντιπαράθεση πλέον δεν είναι μεταξύ Μητσοτάκη και Τσίπρα, δεν είναι μεταξύ Σύριζα και Νέας Δημοκρατίας, δεν είναι μεταξύ Αριστεράς και Δεξιάς, δεν είναι μεταξύ του καλού και του κακού. Είναι μεταξύ του κακού και του χειρότερου.
Κι αυτή είναι η θλιβερότερη διαπίστωση για την κατάσταση των πραγμάτων.